άκλαυτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν κλαύτηκε, δε θρηνήθηκε: Πέθανε άκλαυτος στην ξενιτιά. 2. αυτός που δεν έκλαψε: Στην κηδεία του δεν έμεινε άνθρωπος άκλαυτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄκλαυτος — ἄκλαυστος unwept masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστέναχτος — η, ο (AM ἀστένακτος, ον) 1. αυτός που δεν στενάζει («Ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ», Δ. Σολωμός «ἄκλαυτος, ἀστένακτος» χωρίς κλάματα και στεναγμούς, Ευρ.) 2. εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου δεν στέναξε κάποιος (φρ. «δεν πέρασα… … Dictionary of Greek
άγοος — ἄγοος, ον (Α) [γόος] αυτός που δεν θρηνήθηκε με γόους, άκλαυτος, αμοιρολόγητος … Dictionary of Greek
αβόητος — ἀβόητος, ον (AM) [βοῶ] μσν. αθόρυβος αρχ. αυτός που δεν τόν θρήνησαν γοερά, αθρήνητος, άκλαυτος … Dictionary of Greek
αδάκρυτος — και στος, η, ο (Α ἀδάκρυτος, ον) 1. αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο χωρίς δάκρυα 2. αυτός που δεν λυπάται, ο άλυπος 3. αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος, αθρήνητος 4. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ … Dictionary of Greek
αθρήνητος — η, ο (Μ ἀθρήνητος, ον) [θρηνῶ] αυτός που δεν θρηνήθηκε από κανένα, αμοιρολόγητος, άκλαυτος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θρηνήσει όσο τού αξίζει … Dictionary of Greek
ακλαυστεί — ἀκλαυστεὶ ή –τί, και ακλαυτεί ή τί (επίρρημα) (Α) [ἄκλαυστος και ἄκλαυτος] χωρίς κλάματα, χωρίς θρήνους … Dictionary of Greek
αμοιρολόγητος — και λόητος, η, ο [μοιρολογώ] (για νεκρούς) αυτός που δεν τόν μοιρολόγησαν, δεν τόν θρήνησαν με μοιρολόγια, άκλαυτος, αθρήνητος … Dictionary of Greek
ανοίκτιστος — ἀνοίκτιστος, ον (Α) 1. ο άκλαυτος, αυτός που δεν τον θρήνησαν 2. ο ανοικτίρμων, ο ανηλεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + οίκτιστος «ο πολύ αξιοθρήνητος» (ανώμ. υπερθετ. του οικτρός)] … Dictionary of Greek