άκλαυτος

άκλαυτος
-η, -ο (Α ἄκλαυτος, -ον) και άκλαυστος
1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος
«τόν έθαψαν άκλαυτο»
«νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ.
2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί
«άκλαυτο παιδί»
αρχ.
«οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.
νεοελλ.
αυτός που δεν προκαλεί συγκίνηση, δεν φέρνει κλάματα
«ούτε γάμος άκλαυτος, ούτε νεκρός αγέλαστος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητικό + ἔκλαυσα < κλαίω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκλαυτεὶ (-τὶ) και ἀκλαυστεὶ (-τί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άκλαυτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν κλαύτηκε, δε θρηνήθηκε: Πέθανε άκλαυτος στην ξενιτιά. 2. αυτός που δεν έκλαψε: Στην κηδεία του δεν έμεινε άνθρωπος άκλαυτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄκλαυτος — ἄκλαυστος unwept masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστέναχτος — η, ο (AM ἀστένακτος, ον) 1. αυτός που δεν στενάζει («Ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ», Δ. Σολωμός «ἄκλαυτος, ἀστένακτος» χωρίς κλάματα και στεναγμούς, Ευρ.) 2. εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου δεν στέναξε κάποιος (φρ. «δεν πέρασα… …   Dictionary of Greek

  • άγοος — ἄγοος, ον (Α) [γόος] αυτός που δεν θρηνήθηκε με γόους, άκλαυτος, αμοιρολόγητος …   Dictionary of Greek

  • αβόητος — ἀβόητος, ον (AM) [βοῶ] μσν. αθόρυβος αρχ. αυτός που δεν τόν θρήνησαν γοερά, αθρήνητος, άκλαυτος …   Dictionary of Greek

  • αδάκρυτος — και στος, η, ο (Α ἀδάκρυτος, ον) 1. αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο χωρίς δάκρυα 2. αυτός που δεν λυπάται, ο άλυπος 3. αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος, αθρήνητος 4. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ …   Dictionary of Greek

  • αθρήνητος — η, ο (Μ ἀθρήνητος, ον) [θρηνῶ] αυτός που δεν θρηνήθηκε από κανένα, αμοιρολόγητος, άκλαυτος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θρηνήσει όσο τού αξίζει …   Dictionary of Greek

  • ακλαυστεί — ἀκλαυστεὶ ή –τί, και ακλαυτεί ή τί (επίρρημα) (Α) [ἄκλαυστος και ἄκλαυτος] χωρίς κλάματα, χωρίς θρήνους …   Dictionary of Greek

  • αμοιρολόγητος — και λόητος, η, ο [μοιρολογώ] (για νεκρούς) αυτός που δεν τόν μοιρολόγησαν, δεν τόν θρήνησαν με μοιρολόγια, άκλαυτος, αθρήνητος …   Dictionary of Greek

  • ανοίκτιστος — ἀνοίκτιστος, ον (Α) 1. ο άκλαυτος, αυτός που δεν τον θρήνησαν 2. ο ανοικτίρμων, ο ανηλεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + οίκτιστος «ο πολύ αξιοθρήνητος» (ανώμ. υπερθετ. του οικτρός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”